Τρίτη, Μαρτίου 24, 2009

Βασίλειος Αργυρόπουλος: Αρχαιολατρία και Γλώσσα


Μιλάμε για «αρχαιολάτρες» ή «ελληνοκεντρικούς» ελλείψει κάποιου ακριβέστερου όρου και επιστρατεύοντας συνήθως μπόλικα εισαγωγικά κατά της αναγκαστικής αυτής ασάφειας. Αυτό κάνει και ο Βασίλης Αργυρόπουλος στις μέσα σελίδες του βιβλίου του. Η αρχαιολατρία, φυσικά, στη νεότερη Ελλάδα υπήρξε σχεδόν πάντοτε «αρχαιολατρία» εντός εισαγωγικών, μια «ξεθυμασμένη, μαϊμουδίστικη, λογού ψευτολατρεία για τους αρχαίους Έλληνες», όπως έγραφε ο –συχνά μνημονευόμενος από τους εγχώριους εθνικιστές- Ίων Δραγούμης. Μέχρι και σήμερα, δύσκολα ανακαλύπτει κανείς στη χώρα μας γνήσιο και ειλικρινές, χωρίς ιδεολογικά κίνητρα, ενδιαφέρον για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Τι είναι λοιπόν εκείνο που ξεχωρίζει τους συγκεκριμένους «αρχαιολάτρες», καθιστώντας τους ειδική περίπτωση που αξίζει την προσοχή και τον προβληματισμό μας;

Το νέο στοιχείο που έχει εμφανιστεί τις τελευταίες δεκαετίες είναι η ανάπτυξη μιας ιδιόμορφης εθνοκεντρικής παραεπιστήμης – η προβολή και διάδοση, συγκεκριμένα, παραεπιστημονικών απόψεων σε ζητήματα γλώσσας, ιστορίας κ.α., παράλληλα με την ευθεία αμφισβήτηση των αντίστοιχων επιστημονικών («ανθελληνικών», υποτίθεται) διδαγμάτων. Πλέον υπάρχει αρκετός κόσμος στην Ελλάδα που έχει πειστεί π.χ. ότι η Ινδοευρωπαϊκή θεωρία είναι ένα μύθος που κατασκευάστηκε για να υποβιβαστεί η ελληνική γλώσσα (την οποία οι ίδιοι θεωρούν ως την αληθινή μητέρα-γλώσσα των υπόλοιπων) ή να εμφανιστούν οι Έλληνες ως επήλυδες (ενώ κατ’ αυτούς καταγόμαστε πιθανότατα από γηγενή προϊστορικά ανθρωποειδή). Δεν γίνεται να προσπεράσουμε το θέμα, γιατί όταν μια μεγάλη μερίδα του κοινού δυσπιστεί σε βασικά συμπεράσματα της επιστήμης και αμφισβητεί κοινώς αποδεκτά δεδομένα, αυτό υπονομεύει την ίδια τη θέση της επιστήμης μέσα στην κοινωνία. Αλίμονο αν είναι ανεκτή η απαξίωση του επιστημονικού χώρου επειδή οι επιστήμονες λένε και πράγματα που δεν αρέσουν στους εθνικιστές, τους θρήσκους ή όποιες άλλες ομάδες με άκαμπτα πιστεύω και υπερβολικές «ευαισθησίες».

Με τον Βασίλη Αργυρόπουλο δεν έχουμε γνωριστεί προσωπικά, αλλά είναι φανερό ότι πρόκειται για κάποιον που κρίνει παραπάνω από απαραίτητη την αντίδραση σε αυτό το είδος της παραεπιστήμης - και δη της παραγλωσσολογίας. Στο βιβλίο του δεν επεκτείνεται σε μη γλωσσικά θέματα, ενώ εξαρχής διευκρινίζει ότι σκοπός του είναι να αποδείξει την έλλειψη γλωσσολογικής βάσης στους ισχυρισμούς των «αρχαιολατρών» και όχι να έρθει σε γενικότερη ιδεολογική αντιπαράθεση μαζί τους. Άλλωστε, όπως σωστά παρατηρεί σε άλλο σημείο, «θα μπορούσε να είναι κανείς ελληνοκεντρικός χωρίς να υποστηρίζει τίποτα το αντιεπιστημονικό». (Το παράδειγμα που αναφέρει είναι ρεαλιστικό, αφού τα βιβλία του Αριστείδη Κωνσταντινίδη για τις ελληνικές λέξεις στα αγγλικά, με όλη τη μονομέρεια και τις μεγαλοστομίες του συγγραφέα τους, βασίζονται όντως σε «σωστές ετυμολογίες, που είναι δεκτές και από έγκυρα ξένα λεξικά»).

Ο Αργυρόπουλος δεν είναι άγνωστος σε όσους έχουν ασχοληθεί μέσω διαδικτύου με τους νεο-αρχαιολάτρες. Ήδη από το 1998, στη διάρκεια των μεταπτυχιακών του σπουδών, άρχισε να ασκεί κριτική σε αντιεπιστημονικές απόψεις γύρω από γλωσσικά θέματα και ήταν ο πρώτος που αντέκρουσε κάποιους από τους χαρακτηριστικούς «ελληνοκεντρικούς» ισχυρισμούς (τα περί νοηματικής π.χ. ελληνικής γλώσσας). Τα κείμενα εκείνα, που πρωτοδημοσίευσε στο σάιτ του, υπάρχουν στο βιβλίο μαζί με νεότερα, ξανακοιταγμένα και οργανωμένα σε πιο κατάλληλη για την έντυπη έκδοση μορφή. Δεν είναι μόνο τα δικά του ηλεκτρονικά γραπτά ωστόσο που έχει συγκεντρώσει, καθώς δεν διστάζει να παραθέσει και γνώμες (σύμφωνες ή όχι με τις δικές του) που έχουν διατυπώσει άλλοι σε συναφείς συζητήσεις και μηνύματα. Σχηματίζει έτσι ο αναγνώστης και μια εικόνα για την αντιπαράθεση που εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια στο διαδίκτυο, διαπιστώνοντας, μαζί με τον συγγραφέα, ότι το τελευταίο «βοηθάει ώστε να γίνουν ευρύτερα γνωστές και οι απαντήσεις [στους "αρχαιολάτρες"], όχι μόνο οι απόψεις των "αρχαιολατρών"». Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο «αφιερώνεται σε όλους όσοι υπερασπίστηκαν γλωσσολογικές αλήθειες σε διαδικτυακές συζητήσεις με "αρχαιολάτρες"».

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου επικεντρώνεται σε θέματα ετυμολογίας και ορθογραφίας, που, μαζί με την λεξικογραφία, αποτελούν τα κύρια γλωσσολογικά ενδιαφέροντα του συγγραφέα. Μιλάμε πάντοτε, βέβαια, για θέματα όπου η παρατηρούμενη απόκλιση από τα διδάγματα της γλωσσολογίας οφείλεται κυρίως σε ιδεολογικούς λόγους και όχι σε απλή άγνοια. Ασφαλώς διαπιστώνονται και παχυλή άγνοια και άκρατος ερασιτεχνισμός, αλλά δεν είναι αυτά τα βασικά αίτια του «ελληνοκεντρικού» φαινομένου. Από σοβινισμό πρωτίστως υποστηρίζει κάποιος π.χ. ότι η Ελληνική είναι η μοναδική «μη συμβατική» ανάμεσα σε όλες τις γλώσσες του πλανήτη και όχι επειδή δεν ξέρει γλωσσολογία. Ο Αργυρόπουλος το τονίζει συχνά αυτό, αλλά έχει και την υπομονή να ακούσει προσεκτικά τα επιχειρήματα των «αρχαιολατρών» και να τα ανασκευάσει ένα προς ένα. Εξηγεί, έτσι, αναλυτικά πώς ορίζεται η συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου και γιατί δεν στέκουν τα περί «μη συμβατικών» γλωσσών (όπως τα εννοούν αυτοί που τα υποστηρίζουν): «Ο χώρος της γλωσσογονίας δεν είναι επιστημονικά προσπελάσιμος» υπογραμμίζει, την ώρα που κάποιοι επιμένουν να αναζητούν την καταγωγή των ελληνικών λέξεων στα «αλς», τα «πλουτς», τα «κρουτς» και τους άλλους μαγικούς ήχους της ελληνικής φύσης. Εξετάζονται, επίσης, η λεξαριθμική θεωρία (πώς ο Λατίνος π.χ. έγινε Λατείνος για να προκύψει το «πολυπόθητο 666»), η υποτιθέμενη υπαγωγή της Αγγλικής στις ελληνικές διαλέκτους (φαίνεται πως ούτε να χαιρετιούνται δεν ήξεραν οι κάτοικοι των βρετανικών νησιών πριν φτάσουν σε αυτά οι πρώτοι Έλληνες ναυτικοί) και πολλές ακόμα ενδιαφέρουσες περιπτώσεις (μάθετε π.χ. πώς συνδέεται ετυμολογικά ο ομηρικός Πηλεύς με διάσημο Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή). Παρά την αναπόφευκτα εύθυμη νότα που δίνουν τέτοια παραδείγματα, ο Αργυρόπουλος απαντά πάντοτε σοβαρά και δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω. Τον ενδιαφέρει να καταδείξει το αγλωσσολόγητο των «αρχαιολατρικών» ισχυρισμών, σχολιάζοντάς τους, όπως γράφει στον πρόλογο, «όσο το δυνατόν πιο αναλυτικά».

Η ορθογραφία της Ελληνικής είναι ετυμολογική, οπότε το δεύτερο μέρος του βιβλίου (Θέματα ορθογραφίας) σχετίζεται άμεσα με το προηγούμενο (περί ετυμολογίας). Διαπιστώνεται καταρχάς ότι οι «αρχαιολάτρες» επαναφέρουν ή αναζητούν στηρίγματα σε προεπιστημονικές θεωρίες, όπως την αιολοδωρική (που υποστήριζε την προέλευση της Νέας Ελληνικής από την αιολική και τη δωρική διάλεκτο), που έχουν εγκαταλειφθεί ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Και δεν φτάνει που υποστηρίζουν, σε αυτή τη βάση, παλιές εσφαλμένες ορθογραφήσεις (όπως αυτί και αυγό), αλλά αποδίδουν τις ετυμολογικά σωστές γραφές (αφτί και αβγό, εν προκειμένω) σε ύπουλα σχέδια σταδιακής καθιέρωσης της φωνητικής ορθογραφίας και, εν τέλει, του λατινικού αλφαβήτου! Φυσικά, ο Αργυρόπουλος ξέρει ότι ορισμένες εσφαλμένες γραφές σαν τις παραπάνω συνηθίζονται και αναγνωρίζει το κριτήριο της χρήσης. Άλλο όμως να δικαιολογείς, γι’ αυτόν τον λόγο, τη γραφή π.χ. αυτί και άλλο να έχεις την εντύπωση ότι το σωστότερο αφτί αποτελεί Δούρειο Ίππο για τον εκλατινισμό της γραφής. Στη συνέχεια αναφέρονται αρκετά ακόμη παραδείγματα (βρόμα και βρώμα, αλλιώς και αλλοιώς, παλιός και παληός κτλ.), τα οποία ο συγγραφέας σχολιάζει εξαντλητικά. (Ίσως, πάντως, στέκεται λίγο περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε στην –ειδική, ορθογραφικά- περίπτωση της ορθοπαιδικής / ορθοπεδικής.)

Φυσικά, σε μια τέτοια εργασία, δεν θα μπορούσαν να μείνουν ασχολίαστες οι υπερελληνοκεντρικές απόψεις για τα «κλασικά», πλέον, θέματα των Ινδοευρωπαίων και της προέλευσης του ελληνικού αλφαβήτου. Έχω δημοσιεύσει και εγώ κάποια σχετικά σημειώματα και, γενικά, έχουν γραφτεί αρκετά σαν κριτική, οπότε δεν χρειάζεται να αναφερθώ και εδώ αναλυτικά. Επισημαίνω απλώς ότι το βιβλίο ενημερώνει άριστα τον αναγνώστη και για αυτά τα ζητήματα, όπως και για εκείνο της αρχαιοελληνικής προφοράς: γίνεται σαφές ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των «αρχαιολατρών» να πείσουν για το αντίθετο, η προφορά της Αρχαίας Ελληνικής διέφερε σημαντικά από αυτή της Νέας. Είναι κάτι που δέχονται όλοι οι ειδικοί και μόνο από ανόητο σοβινισμό μπορεί να επιμένει κανείς ότι δεν είναι έτσι.

Πέρα, ωστόσο, από τους σοβινιστές και τους διάφορους ακραίους, υπάρχει ένα κοινό που θα ήθελε απλώς να πληροφορηθεί τι πραγματικά ισχύει σε γλωσσικά ζητήματα όπως τα παραπάνω. Σε αυτό το κοινό απευθύνεται το βιβλίο, το οποίο είναι απολύτως προσιτό σε μη ειδικούς. Αν, πάλι, κάποιοι ειδικοί, συνάδελφοι του συγγραφέα, αναρωτηθούν αν αξίζει τον κόπο να ασχολείται ένας επιστήμονας με τα όσα απίθανα και θαυμαστά σχολιάζονται στο βιβλίο, ας σκεφτούν ότι πλέον δεν βλέπουμε τους «αρχαιολάτρες» να αγορεύουν μόνο σε περιθωριακούς τηλεοπτικούς σταθμούς, αλλά και σε αρκετά μεγαλύτερους. Ακόμα και στο Κανάλι της Βουλής.


----

Το βιβλίο "Αρχαιολατρία και Γλώσσα" του Βασιλείου Αργυρόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλου.

Σχετικοί σύνδεσμοι:

Βασίλειος Αργυρόπουλος
Αρχαιολατρία και Γλώσσα (WordPress)
Αρχαιολατρία και Γλώσσα (Blogger)
Περιγλώσσιο (άρθρα του Β. Αργυρόπουλου και άλλων γλωσσολόγων)

Για το βιβλίο έχουν γράψει επίσης ο Νίκος Σαραντάκος και ο τουκιθεμπλόμ.